- επίχρισμα
- τό1) обмазка; краска; 2) материал для обмаз- ки, покраски; штукатурка; 3):
επίχρισμα γλώσσης мед. — налёт на языке
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επίχρισμα γλώσσης мед. — налёт на языке
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐπίχρισμα — unguent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίχρισμα — το (AM ἐπίχρισμα) [επιχρίω] αλοιφή νεοελλ. 1. μαλακό μίγμα, σοβάς, με το οποίο καλύπτονται οι επιφάνειες τοίχου, τεχνικού έργου κ.λπ. για καλλωπισμό ή προφύλαξη από τις καιρικές συνθήκες 2. στρώμα λευκωπής ύλης που καλύπτει τη γλώσσα σε διάφορες… … Dictionary of Greek
επίχρισμα — το, ατος 1. το αποτέλεσμα του επιχρίω (βλ. λ.), καθώς και η ύλη με την οποία επιχρίουμε κάτι (ασβέστης, τσιμέντο, λαδομπογιά κ.ά.). 2. το υλικό με το οποίο επιχρίονται οι επιφάνειες τεχνικού έργου για προφύλαξη από τις καιρικές μεταβολές ή για… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιχρισμάτων — ἐπίχρισμα unguent neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχρίσμασι — ἐπίχρισμα unguent neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχρίσμασιν — ἐπίχρισμα unguent neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχρίσματα — ἐπίχρισμα unguent neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχρίσματος — ἐπίχρισμα unguent neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σέκο — Γράφεται και σέκκο. Τεχνική ζωγραφική, γνωστή κυρίως ως ξηρογραφία, πάνω σε ειδικά προετοιμασμένο καιτελείως στεγνό επίχρισμα τοίχου. Το σ. είναι αντίθετο του φρέσκο (νωπογραφία), στο οποίο το επίχρισμα χρησιμοποιείται νωπό ακόμα. Στο γυμνό τοίχο … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Χαλκίδας — Στο αρχαιολογικό μουσείο της πρωτεύουσας της Εύβοιας εκτίθενται ευρήματα που χρονολογούνται από την παλαιολιθική μέχρι και την ύστερη ρωμαϊκή εποχή και προέρχονται από τις ανασκαφές στην ίδια την πόλη, στη γύρω περιοχή και σε άλλες τοποθεσίες του … Dictionary of Greek
ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… … Dictionary of Greek